- ναβαισατρεῦ
- ναβαισατρεῦ, barbarous word in Ar.Av.1615 (expld. as a term of commendation);A v.l. βαβακατρεῦ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναβαισατρεύ — ναβαισατρεῡ και δ. γρφ. βαβακατρεῡ (Α) βαρβαρική λέξη στον Αριστοφάνη η οποία χρησιμοποιείται για να δηλώσει επιδοκιμασία ή ως όρος επαίνου («τί δαὶ σὺ φῇς Ναβαισατρεῡ», Αριστοφ., Όρν. 1615) … Dictionary of Greek